Με «σπονδυλωτά» ρεπορτάζ της 28/9 και 12/10, για την νήσο Υδρούσα – το γνωστό «νησάκι» της Βούλας, έχουμε αναφερθεί αναλυτικά για την επένδυση – επιχειρηματική εκμετάλλευση της νησίδας, που άρχισε ήδη από εφέτος να κάνει ιδιώτης, καθώς και για τους περιορισμούς που του θέτουν το Σύνταγμα, οι νόμοι και οι αποφάσεις των αρμοδίων φορέων για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών στους κοινόχρηστους χώρους και τη δυνατότητα πρόσβασης στη νησίδα. Υπενθυμίζουμε ότι οι κοινόχρηστοι χώροι εκτείνονται πέραν του ενός τρίτου της νησίδας.

Στο τελευταίο ρεπορτάζ καταλήγαμε με την υπογράμμιση της απόφασης του ΟΡΣΑ που τονίζει ότι η απόφαση αυτή, σε καμμία περίπτωση, «δεν συνιστά νομιμοποίηση των τίτλων ιδιοκτησίας».

Το «ιδιοκτησιακό» της

Πώς περιήλθε όμως η νήσος στην ιδιοκτησία των ιδιοκτητών; Είναι μια μακρά, πικρή ιστορία που αποτυπώνει περίπου αντιγραφικά (copy paste, για τους αγλλομαθείς) πως καταληστεύτηκε η δημόσια κτήση, δηλ. η κοινή κτήση.

ydrousaΕν ολίγοις με καταπατήσεις, μεταβιβάσεις, βυζαντινολογούσες δικαστικές αποφάσεις που στηρίζονται σε καταθέσεις μαρτύρων που βεβαιώνουν την καταπάτηση και την ιδιοκτησία, λόγω χρησικτησίας, πατώντας σ’ ενα αλληλοσυγκρουόμενο, πολυδαίδαλο νομικό καθεστώς, που φρόντισαν συνήθως κατά περίπτωση, να εφοδιάσουν τα δικαστήρια οι ταγοί μας και αντιπρόσωποί μας του κοινοβουλίου.

Στο συγκεκριμένο, ας ξεκινήσουμε απ’ το πιο πρόσφατο στοιχείο που καταμαρτυρεί και αποτυπώνει το τραγελαφικό και νεφελώδες της υπόθεσης.

Πρόκειται για το πιστοποιητικό (αρ. 3715/ 2-7-2009) της Μεταγραφύλακος Κρωπίας. Αρχίζει και καταλήγει με τη διαπίστωση ότι «η έκδοση πιστοποιητικού ιδιοκτησίας [...] καθίσταται ανέφικτος λόγω πληθώρας μεταβολών εν αυτή», δηλαδή τη νήσο.

Από τις δικαστικές αποφάσεις και τα Συμβόλαια που έχουμε στην κατοχή μας προκύπτει ότι:

1. Τελευταίοι ιδιοκτήτες, για ν’ αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι, είναι οι κληρονόμοι του Μιλτιάδου Αχ. Αλαμανή, ο οποίος το αγόρασε, αντί 900 χιλ. δρχ. τον Αύγουστο του 1941 – δηλαδή 4 μήνες μετά την έναρξη της Γερμανικής κατοχής – από την προηγούμενη ιδιοκτήτρια, «οικοδέσποινας, άνευ ειδικού επαγγέλματος», όπως αναφέρει το Συμβόλαιο, που είχε περιέλθει στην κατοχή της με αγορά από την προηγούμενη «ιδιοκτήτρια», το 1936. Συμειωτέον ότι η μεταβίβαση της νησίδας επετράπη μετά από απόφαση, της 12ης Αυγούστου του 1941, του (κατοχικού) Υπουργού Γεωργίας, μετά βεβαίως από γνωμοδοτήσεις Επιτροπών και Συμβουλίων, καθώς και πιστοποιητικού του Υπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, το οποίο βεβαιώνει ότι αγοραστής, μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων του, «...εμφορείται υπό υγειών κοινωνικών φρονημάτων»!

Όπως αντιλαμβάνεσθε, για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς την σύγχρονη ιστορία της χώρας μας, «υγειή κοινωνικά φρονήματα» τότε σήμαινε «να κάθεσαι καλά» και να υπακούεις στην Κυβέρνηση των Κουίσλιγκ1 και στα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής...

Εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζουμε ότι το νησάκι χρησιμοποιήθηκε κατά την κατοχή ως ναυτική, αντιαποβατική βάση των στρατευμάτων κατοχής, με πυροβολία, αποθήκες πυρομαχικών, τροφίμων και δεξαμενές πόσιμου νερού. Το είχα επισκευθεί κατά την εφηβεία μου με φίλους για ...εξερεύνηση και είμαι αυτόπτης μάρτυρας των εγκαταστάσεων αυτών και των δικτύων διαδρόμων, μέχρι τις μπούκες των πυροβολίων. Ως εκ τούτου νομίζω ότι το νησάκι είναι και ένα ιστορικό μνημείο της σύγχρονης εποχής.

Ας επανέλθουμε όμως στο ιστορικό του ιδιοκτησιακού.

Το Δημόσιο διεκδικεί

Όμως το δημόσιο κάποτε ξυπνάει και απαιτεί το 1957, (15/3), με αγωγή του στα δικαστήρια, ν’ αναγνωριστεί ως κύριος της νησίδας, εκτάσεως περίπου 57 στρεμμάτων και μάλιστα “ν’ απειληθεί” κατά του Μιλτ. Αχ. Αλαμανή2 “χρηματική ποινή και ν’ απαγγελθεί κατ’ αυτού προσωπική κράτηση”.

Το Υπ. Οικονομικών στην αγωγή του ισχυρίστηκε, όπως ήταν λογικό, ότι το νησάκι είχε περιέλθει στην κυριότητά του, “δια εκτάκτου χρησικτησίας από το 1870 [...] ως διάδοχος του τουρκικού κράτους”.

Η προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου το 1958 έκρινε “ουχί ορθώς”, κατά τη γνώμη του Υπ. Οικονομικών, ότι “το δικαίωμα του δημοσίου δεν είναι απαράγραπτο επί βοσκοτόπων” (απόφ. Πρωτ. Αθηνών 6970/.68).

Καταλάβατε δηλαδή τι αποφάσισαν οι δικαστικοί μας λειτουργοί; Πάει ο πονηρός με μερικά πρόβατα, τα βάζει να βοσκήσουν σ’ ένα δημόσιο κτήμα, μερικά χρόνια και μετά λέει «είναι δικό μου, λόγω “χρησικτησίας”. Γιατί δε μου ‘λεγαν τίποτα τόσα χρόνια;» Ποιος να του πει; ο Εφορας; τι να κάνει ο αρμόδιος διευθυντής της κάθε ΔΟΥ, το βιγλάτορα ή το δραγάτη; Αφήνω που υπάρχει και η περίπτωση, να τα ‘χουν βρει...

Εξ’ άλλου, σύμφωνα με το Νόμο ΨΑΖ’ του 1880 - και ασφαλώς νεότερους - «το Δημόσιο διατηρεί ανέπαφον την νομήν επί των εθνικών λειβαδίων (βοσκοτόπων) και δεν υπόκεινται εις κτητικήν παραγραφήν».

Δεν το δέχθηκε όμως αυτό το σεβαστό δικαστήριο, γιατί λέει ότι αυτό ισχύει για τα κοπάδια που ήταν εγκατεστημένα μέχρι το 1864!!! και αραδιάζει νομολογία του Αρ. Πάγου.

Δεν μπορώ να υπεισέλθω στην ερμηνεία των καφκικών διαδρομών των αλληλοσυγκρουόμενων νόμων, διατάξεων και δικαστικών αποφάσεων. Εκείνο που ακραδάντως πιστεύω είναι πως οι δικαστικοί μας ταγοί έπρεπε να φυλάσσουν ως Κέρβεροι τη δημόσια - κοινή περιουσία, από τους κατεργάρηδες και όχι να δολιχοδρομούν σε περίπλοκα στενοσόκακα νομικών μαιάνδρων, όπου όλοι εν τέλει οδηγούν στο Μηνώταυρο της αρπαγής, της απληστίας και της πολυαναπαραγόμενης, πολυπλόκαμης και διαπλεκόμενης διαφθοράς.

Η απλή εφαρμογή των νόμων δεν υπηρετεί τη δικαιοσύνη· τη διαβρώνει. Το κράτος δικαίου είναι πρωτίστως κράτος ισχυρής Δικαιοσύνης, ως έννοια. Δεν είναι απλή εφαρμογή νόμων, γιατί οι νόμοι πλέον, δεν ψηφίζονται με γνώμονα το Δίκαιο και το ορθό, αλλά εν πολλοίς, το συμφέρον, τη συγκεκριμένη σκοπιμότητα, την “εξυπηρέτηση” κάποιων και, αλληλέγγυα εν τέλει, εκείνων που νομοθετούν. Δεν είναι οι Νόμοι του Σωκράτη, που παραδειγματικά δίδασκε την τυφλή υπακοή σ’ αυτούς. Δεν είναι οι νόμοι του Αγίου Αυγουστίνου. Τελικά το δικαστήριο δικαίωσε τους δικαιοπάροχους του εναγόμενου αγοραστή της νησίδας, η οποία αποκτήθηκε «δια της επί συνεχή 30ετίαν νομής ταύτης, από του έτους 1870 μέχιρ του 1900» επειδή βοσκούσαν πρόβατα, όπως βεβαίωσαν μάρτυρες, τους οποίους το δικαστήριο εδέχθη ως αξιόιπιστους.

Ετσι καταπατήθηκε και διασκορπίστηκε η δημόσια - κοινή περιουσία την οποία κατέλαβαν οι καγεργάρηδες κι έγιναν “νοικοκυραίοι”!!! Οχι ως σκληρά εργαζόμενοι ή επιχειρούντες αλλά ως άρπαγες σαλταδόροι δίνοντας κάκιστο παράδειγμα προς μίμησιν. Για την πληρότητα και τον τύπο συμπληρώνω ότι οι καταπατητές και ο αγοραστής “δικαιώθηκαν” και από Εφετείο (απ.αρ. 419/1961).

――――――

1. Κουΐσλινγκ: Νορβηγός κατοχικός πρωθυπουργός Ναζιστής.

2. Αδελφός του επί σειρά ετών κυβερνήσεων Υπουργού Στυλ. Αλαμανή.

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 370 guests και κανένα μέλος