kornarakis«Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. Ι  35)

«Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. Ι  35)

Eγώ ηλθα για να φερω τα επάνω κάτω.

Ο Ματθαίος,  σύμφωνα  με την  εκκλησιαστική παράδοση θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που έγραψε ευαγγέλιο.
Ο Ματθαίος είχε κληθεί  από τον ίδιο τον Χριστό σαν μαθητής του,  όταν ακόμα ονομαζόταν Λευϊς  Από τότε μάλιστα   πήρε και το όνομα Ματθαίος  Το “Ματθαίος” ετυμολογικά είναι  ή σύντμηση του ονόματος Ματθανίας, δηλαδή αυτός που   έτυχε της χάρης ή της δωρεάς του θεού:
«Και  παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον Ματθαίον λεγόμενον και λέγει αυτώ ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτόν.» (Ματθ. θ,9)
Σαν μαθητής του προφανώς  παρακολούθησε τον Χριστό στην πορεία και στο έργου του, ξενίζει όμως ότι  το όνομά του  δεν αναφέρεται πουθενά.
Καταγόταν  από την Καπερναούμ  κοντά στην Τιβεριάδα, λίμνη της Γαλιλαίας, και ήταν τελώνης σε δημόσια θέση.  Κήρυξε το ευαγγέλιο  κυρίως   στους Εβραίους,    αρχικά  στην εβρα:iκή και αραμαϊκή γλώσσα, αλλά αργότερα και  στην ελληνική.   Στο ευαγγέλιό του, με σφιχτή ενότητα των γεγονότων,  περιγράφεται η πορεία του Ιησού, και μάλιστα σε   κανονική σειρά, όσον αφορά την άποψη χρόνου και τόπου. 
Εν κατακλείδι  το όλο κείμενο,  θα μπορούσε να διαβαστεί κάτω από το πρίσμα τριών ενοτήτων.
Από το πρώτο  κεφάλαιο μέχρι και τη μέση  του τετάρτου,  παρακολουθούμε τη γέννηση και την έναρξη δημόσιας δράσης του  Χριστού. Από το   τέλος του τετάρτου  και μέχρι τη μέση του δεκάτου έκτου,  κυριαρχεί η ιδεολογική θέση και οι  αρχές της νέας θρησκείας. Εδώ η επίδειξη της υπερφυσικής δύναμης με το θαυματουργικό έργο,   τεκμηριώνει την  υπόσχεση για  μια μεταθανάτιο  αποκατάσταση του δικαίου.  Τα γεγονότα του πάθους και του μαρτυρίου, η ανάσταση και η επακολουθούσα  επανεμφάνιση του Ιησού, η οποία  επιβεβαιώνει την θεϊκή του προέλευση,   διαβάζονται  στο υπόλοιπο του δεκάτου έκτου μέχρι  και του τελευταίου εικοστού  κεφαλαίου.  Η ανάγνωση του ευαγγελίου του  Ματθαίου,  διακατέχεται από μια  ενότητα και  ομοιομορφία χωρίς κενά, και  δηλώνει  την σταθερότητα του ύφους της πέννας του ευαγγελιστή,  αλλά και την ενάργεια της γραφής.  Μιά ενάργεια  η οποία απεικονίζει την βεβαιότητα, από την οποία αντλείται η γνησιότητα των πηγών του.
Η αναγγελία  δια στόματος Ιησού, ότι εγώ «ούκ ήλθον καταλύσαι τον  νόμον αλλά πληρώσαι»  και με το ‘’νόμον’’ εδώ  εννοεί τον Μωσαϊκό· καταφαίνεται ότι  στην Ιερά Γραφή,  η Παλαιά Διαθήκη βρίσκει τη συνέχεια της στην Καινή. 
Από την αρχή του κειμένου  διαγράφεται   μια μεθοδική σαφήνεια αφήγησης.  
«Βίβλος γενέσεως Χριστού υιού  Δαυϊδ, υιού  Αβραάμ». Και συνεχίζεται κατά τα γνωστά: «ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ τον Ιακώβ»   ακολουθεί δε ένας  κατάλογος ονομάτων, τα οποία  συνθέτουν ένα μακρύ γενεαλογικό δένδρο,  το οποίο καταλήγει  πως: «Αβραάμ έως Δαϋίδ  γενεαί δεκατέσσαρες και  από Δαϋίδ έως της μετοικεσίας της Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας της Βαβυλώνος έως του Χριστού, (ακόμη) γενεαί  δεκατέσσαρες». Δηλαδή από την παρουσία του Αβραάμ, μέχρι τη γέννηση του Χριστού είχαν περάσει συνολικά 42 γενεές. 
Ο Χριστός  μάς πληροφορεί ο ευαγγελιστής, ότι  γεννήθηκε με όχι φυσιολογικό τρόπο. Η Μαρία   μνηστευμένη και ακόμη  ούσα παρθένος, παρουσιάζεται εγκυμονούσα, χωρίς την παρεμβολή του συζύγου της Ιωσήφ, αλλά  με την από μηχανής  μεσολάβηση το Αγίου πνεύματος. Ο σύζυγος Ιωσήφ δεν εκπλήσσεται, αφού “κατ΄ όναρ” δηλαδή με όνειρο, είχε προειδοποιηθεί δια αγγέλου, για το υπερφυσικό αυτό γεγονός.
«Μη φοβηθείς. Εκ πνεύματος αγίου τέξεται υιόν και καλέσεις αυτόν Ιησούν».  Εδώ   ο Ματθαίος   διευκρινίζει ότι  «Ο Ιωσήφ ούκ εγίγνωσκεν αυτήν, έως ότου έτεκε τον υιόν αυτής, τον πρωτότοτοκον και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.»  Και παρακάτω επανέρχεται:  «Του δε Ιησού η γέννησις ούτω ήν μνηστευθείσης γάρ της μητρός αυτού Μαρίας τώ Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. …..Αυτός γαρ  (δηλ. ο Ιησούς), σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτού».
Εδώ όπως και από την παρακάτω περικοπή  καταδηλώνεται δογματικά η θεϊκή καταγωγή και προέλευση το Χριστού, αλλά και ο σωτηριολογικός σκοπός του ερχομού του.    Αυτός δε είναι κατά την ευαγγελική ρήση και θεός:  «καλέσουσι δε αυτόν Εμμανουήλ, ό εστί μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο θεός».
Μετά τη γέννηση και τις μετέπειτα δραματικές περιπέτειες της οικογένειας, φτάνει η στιγμή της συνάντησης με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. (Προ του δρόμου εμφάνισης του Χριστού). Εκεί στον Ιορδάνη ποταμό,  ο Ιωάννης συνήθιζε να  βαφτίζει τους Εβραίους για να ξεπλυθούν από τις αμαρτίες τους, τις οποίες την ίδια ώρα εξομολογούντο.
Κατά τη στιγμή λοιπόν της βάπτισης του Ιησού  και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ματθαίου  «ηκούσθη φωνή εξ ουρανών λέγουσα: «Ούτος είναι ο υιός μου ο αγαπητός»,  πράγμα που έδωσε στον Ιωάννη  να καταλάβει ότι αυτός είναι ο  αναμενόμενος Μεσίας,  ο κεχρισμένος, δηλαδή  ο Χριστός (από το χρίω, χρίζω, χρίσμα = αλείφω αναγορεύω). Ο Χριστός, τον οποίον  περίμενε για να σώσει τον κόσμο. Άλλωστε   αυτό  το  είχε διαισθανθεί  αμέσως ο Ιωάννης μόλις  είδε τον Ιησού να τον  πλησιάζει για να βαπτισθεί. «Εγώ χρείαν έχω υπό σού βαπτισθήναι και σύ  έρχη πρός με;»
Αργότερα όμως ο Ιωάννης, δέσμιος στη φυλακή από τον Ηρώδη, παρουσιάζεται από τον Ματθαίο να αμφισβητεί  τα περί της θεότητος του Ιησού, γι’ αυτό και στέλνει δικούς του  μαθητές  να τον βρούν και να τον ρωτήσουν  αν  όντως «Συ εί ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;» Πραγματικά εσύ είσαι αυτός που περιμέναμε η κάποιος άλλος.
΄Ισως αυτή η ύστερη  αμφιβολία του Ιωάννη για τη θεϊκή οντότητα ετάραξε τον Ιησού και  κατά τη γνώμη μου τον ανάγκασε  να επισπεύσει  το θαυματουργικό του έργο σε μια απόδειξη της υπερφυσικής του  δύναμης, αλλά και για έναν άλλο λόγο. Η διδασκαλία του έπρεπε να πείσει τον απλό  λαό, ιδιαίτερα για την μεταθανάτια σωτηρία, στην οποία επιβεβαίωση αρωγός ήλθεν αργότερα  η  εκ του τάφου Ανάστασ;h του. Η διδασκαλία του Ιησού δεν ήταν κάτι το απλό και εύκολο. Από τη μια μεριά είχε να κάνει με τον απλό λαό, ο οποίος  δυσπιστούσε παρά την εκ γενετής παροιμιώδη αφελή  ευπιστία του, που φτάνει έως τις ημέρες μας. Από την άλλη βρισκόταν το  κοινωνικό κατεστημένο, με τους εχθρικά ενωτικά διακειμένους Φαρισσαίους, Σαδδουκαίους, που δεν επέτρεπαν την όποια διασάλευση, αλλά και τους αριστερούς επαναστάτες  Ζηλωτές, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν  κάθε επαναστατική κίνηση.
Η επί του όρους ομιλία με το «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», δηλαδή οι ταπεινόφρονες  «αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών» και το  «Μακάριοι οι πράοι» που δίνουν δηλαδή τόπο στην οργή τους και συγχωρούν. Και στην κορύφωση του ιερού λόγου «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην και ότι αυτοί χορτασθήσονται», αλλά και «Μακάριοι οι δεδιωγμενοι ένεκεν δικαιοσύνης» και με τη διαβεβαίωση,   ότι κανείς παραβάτης των ως άνω,  δεν  πρόκειται να ιδεί την αιώνια θέωση. Και κλείνω με την  υπενθύμιση: «Μακάριοι οι ελεήμονες· την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι».
Τα ευαγγέλια δεν είναι μόνο αφήγηση. Είναι μήνυμα και μήνυμα μάλιστα αξιών αρετής, αλλά επιμελώς αλληγορικά αποκρυπτόμενο στην ανάλυσή του. Έτσι  ποτέ δεν το μάθαμε, αλλά και ούτε μας το μάθανε, γιατί  θα συγκλόνιζε τα θεμέλια της διαβεβρωμένης κοινωνίας μας και αυτό δεν ήταν αρεστό. Σε ποιούς; Μαντέψτε το  μοναχοί σας. 



Βοηθήματα
1) “Ιερά Γραφή”, Εκδ. Ζωή
2) Σ. Αγουρίδη:  “Δοκίμια στις Ρίζες του Χριστιανισμού”, Εκδ. Εννοια
3) Εγκυκλ. Λεξικό Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα  

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 192 guests και κανένα μέλος