Ω, Τριακόσιοι σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας,
τα παιδιά σας θέλει ιδείτε, πόσο μοιάζουνε με σας...”
Δ. Σολωμός

Εκείνο το “σκυθρωπό” και συννεφιασμένο πρωινό της 28ης Φεβρουαρίου του 1943, μέσα από την αχλύ των αιώνων, οι συγκεντρωμένοι στο Α’ Κοιμητήριο των Αθηνών Ελληνες και Ελληνίδες, “άκουσαν” τους επικούς στίχους του  Δ. Σολωμού.

 

ΣΩΠΑΣΕΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ...

Ω, Τριακόσιοι σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας,

τα παιδιά σας θέλει ιδείτε, πόσο μοιάζουνε με σας...”

Δ. Σολωμός

 

Εκείνο το “σκυθρωπό” και συννεφιασμένο πρωινό της 28ης Φεβρουαρίου του 1943, μέσα από την αχλύ των αιώνων, οι συγκεντρωμένοι στο Α’ Κοιμητήριο των Αθηνών Ελληνες και Ελληνίδες, “άκουσαν” τους επικούς στίχους του  Δ. Σολωμού.

Σαν “κεραυνός” έπεσε η είδηση ότι ο Κωστής Παλαμάς άφησε την τελευταία του πνοή... Εφυγε για το χώρο των ίσκιων και της αιώνιας σιωπής, αφήνοντας την Ελλάδα σκλαβωμένη και ματωμένη...

Η πείνα και η σκλαβιά, ο θάνατος που καραδοκούσε σε κάθε βήμα και η απόγνωση, τα συσσίτια και τα σκελετωμένα κορμιά των υποδούλων Ελλήνων, οι τυφεκισμοί και οι ομαδικοί τάφοι, οι λαχανίδες και το σκουπόψωμο, η απαγόρευση της κυκλοφορίας πέρα από κάποια ώρα με ποινή την επί τόπου εκτέλεση από τον βάρβαρο κατακτητή, ήταν τα πλαίσια μέσα στα οποία ζούσαν οι υπόδουλοι Ελληνες, οι υπόδουλοι Αθηναίοι...

Τα τανκς και τα πολυβόλα είχαν ζώσει το Κοιμητήριο και τα βλοσυρά βλέμματα των κατακτητών παρακολουθούσαν τις 50.000 αδούλωτου λαού που έσπευσαν να αποχαιρετήσουν το νεκρό και να συμπαρασταθούν στην εξόδιο τελετή... Σήμερα ο ελληνισμός θρηνεί! Κλαίει με λυγμούς τον ποιητή του Εθνους! Με καυτά δάκρυα και τρεμάμενη φωνή, μπροστά στη σορό του Παλαμά, ο Αγγελος Σικελιανός απαγγέλει: «Ηχήστε σάλπιγγες! Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα! Βόγκα παιάνα! Οι Σημαίες οι φοβερές της λευτεριάς ξεδιπλωθήτε στον αέρα. Σ’ αυτό το φέρετο ακουμπά όλη η Ελλάδα...».

Πόνος, δάκρυα, συντριβή, σπαραγμός και περηφάνια γιγάντωσαν τις ακατάβλητες ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων... Ακολουθεί ο Σωτήρης Σκίπης: “Δεν τον εβάσταξες τον πόνο της φυλής και έπεσες σαν δρυς”.

Και μέσα σ’ αυτή τη μυσταγωγία των χιλιάδων Ελλήνων οι οποίοι  έκλαιγαν με αναφυλλητά για την  αναπάντεχη απώλεια, ακούστηκε μία ριπή αυτόματου όπλου! Ο λαός παραμέρισε και ένας βλοσυρός Γερμανός αξιωματικός πλησίασε το μνήμα και  πριν το φέρετρο κατεβεί στον τάφο και το σκεπάσει το χώμα της Αττικής γης, άφησε επάνω του το στεφάνι του Χίτλερ με τη χρυσή υπογραφή του. Χαιρέτησε με πάταγο στρατιωτικά την σορό και αποχώρησε...

Οταν ο Σικελιανός είδε τον Γερμανό να απομακρύνεται, άρπαξε το στεφάνι που αεροπορικώς είχε έλθει από το Βερολίνο εκείνο το πρωινό και με όση δύναμε διέθετε, το πέταξε έξω από τον μαντρότοιχο του νεκροταφείου πέφτοντας στην ερπύστρια ενός άρματος μάχης που είχαν περικυκλώσει το κοιμητήριο...

Και τότε, ακούστηκε η βροντερή φωνή του Γιώργου Κατσίμπαλη να ψάλλει τον απαγορευμένο Εθνικό μας Υμνο: “Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή...”. Η ανθρωποθάλασσα των σκλαβωμένων Ελλήνων αψηφώντας τα τανκς και τα πολυβόλα του βάρβαρου και αιμοσταγούς κατακτητή, όλοι μαζί έψαλλαν, τον Υμνο στην Ελευθερία...


Αδούλωτε Ελληνα! Αδούλωτη Ελληνίδα! Δεν πτοήθηκες από τα τανκς και τα όπλα, δεν σκιάστηκες από τη βαρβαρότητα και τους βανδαλισμούς των κατακτητών, αλλά έστειλες στα ουράνια τη φωνή σου,  την ελεύθερη ψυχή σου...

Από τα φυλλώματα των δέντρων, σαν ρέκβιεμ ακούστηκαν οι επικοί στίχοι του Δ. Σολωμού, ενώ ένα σύννεφο που εκείνη την ώρα περνούσε πάνω από την Αθήνα, δεν άντεξε και δάκρυσε...

Αρης Ευστρατιάδης

 


Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 244 guests και κανένα μέλος