Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΑΙΡΗΣ ΚΟΥΡΟΥΠΗ
ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΗΡΩΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 251ΤΠ ΑΝ/ΓΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΗ
Θα ήθελα να πω την ιστορία της ζωής μου…

35 χρόνια κατοχής στην Κύπρο! Οι αγνοούμενοι περιμένουν...

 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΑΙΡΗΣ ΚΟΥΡΟΥΠΗ

ΣΥΖΥΓΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΗΡΩΑ

ΔΙΟΙΚΗΤΗ 251ΤΠ ΑΝ/ΓΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΗ

 

Θα ήθελα να πω την ιστορία της ζωής μου…

Όσο τραγική κι αν είναι και όσο και να θέλω να την ξεχάσω δεν μπορώ. Θα διηγηθώ την ιστορία του πολέμου. Είναι πολύ οδυνηρό. Δε θα ήθελα ποτέ να θυμάμαι τις στιγμές που έζησα ή-αν θέλετε-που ζήσαμε. Γιατί είμαστε αρκετές οικογένειες Ελλαδιτών Αξιωματικών, Υπαξιωματικών που βρισκόμασταν στην Κερύνεια.

Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο μας προδώσαν όλοι…

20 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο του προφήτη Ηλία…

Μας είχαν μεταφέρει στον τρίτο λόχο και μας στοιβάξαν τα γυναικόπαιδα πάνω σε μία ταράτσα για να κοιμηθούμε με τα παιδιά μας, για να μας προστατεύσουν.

Ώρα 4.20 πμ.

Δεν μπορώ να ξεχάσω όταν ήλθε το πρώτο αεροπλάνο το Τούρκικο στην Κερύνεια… Πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια μας χαμηλά. Τα μεγαλύτερα παιδιά φωνάζαν «ο πιλότος, ο πιλότος!!!». Στα 100 μέτρα έριξε την πρώτη βόμβα.

Ήταν η πιο οδυνηρή στιγμή της ζωής μου… Διαλύθηκαν τα πάντα… Τζάμια σπασμένα, στρατιώτες να φωνάζουν να τα ‘χουνε χαμένα.

Εμείς, οι περισσότερες να ‘χουμε πάρει τα παιδιά μας αγκαλιά και να τρέχουμε να κατεβούμε από το κτίριο που οι σκάλες ήταν γεμάτες γυαλιά από τα σπασμένα τζάμια. Και το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να μην πέσουν τα παιδιά από την αγκαλιά μας… Κατεβήκαμε ξυπόλυτες με τα πόδια κομματιασμένα και βγήκαμε στο προαύλιο του λόχου.

Και έρχονταν τα αεροπλάνα και φεύγανε…

Εκείνη τη στιγμή, ήρθε ο καθηγητής ο Κάιζερ μ’ ένα μικρό αυτοκινητάκι.

Αν σας πω ότι μπήκαμε και οι τέσσερις γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά μας; Για να μας πάρει από το στρατόπεδο να φύγουμε.

Μας πήγε σε μια σπηλιά. Εγκαταλειμένη σπηλιά, βέβαια. Πάνω από τη σπηλιά ήταν το προξενείο το Ελληνικό, της Ελλάδος να πω απλά. Βέβαια, να σας πω, εκεί δεν ήταν κανείς και είπε: «εδώ θα μείνετε ώσπου να δούμε τι πρέπει να κάνουμε για να φύγετε». Η σπηλιά γεμάτη ποντίκια, φίδια ό,τι μπορείτε να φανταστείτε…

Μείναμε όλη την ημέρα του Σαββάτου, ζήσαμε την φρικτή πρώτη μέρα του πολέμου… Ήταν οι πιο τραγικές στιγμές.

Να ‘χουν κοπεί τηλέφωνα, να ‘χουν κοπεί τα πάντα.

Δεν γνωρίζαμε, ούτε που βρίσκονται οι άνδρες μας, ούτε αν βγήκαν και οι Τούρκοι στην Κερύνεια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε δει απολύτως τίποτα.

Δεν βομβαρδίστηκε η Κερύνεια. Την Κερύνεια την ήθελαν άθικτη. Οι βόμβες όλες πέφταν γύρω στα βουνά. Ούτε άλλα χωριά χτυπηθήκανε με βόμβες. Μόνο τα βουνά. Και από αυτό φάνηκε ότι την Κερύνεια τη θέλαν χωρίς να έχει καταστραφεί τίποτα.

Πέρασε όλη η μέρα του Σαββάτου και βράδιασε...

Πώς να μπούμε μέσα στη σπηλιά; Ήτανε τόνοι σκουπίδια, ποντίκια…με τα μωρά αγκαλιά πώς να μπούμε;

Πήραμε αγκαλιά τα παιδιά-και ξέρετε, ότι στην Κύπρο το βράδυ πέφτει απότομα η θερμοκρασία. Μπορεί την ημέρα να είχε 40 βαθμούς και το βράδυ να ήταν υπό το μηδέν- και όλη τη νύχτα τη βγάλαμε έξω απ’ τη σπηλιά.

Ήμασταν με μια νυχτικιά, ρομπάκι.Τα παιδιά μας μ’ένα φανελάκι.  Φρικτές στιγμές…

Περιμέναμε κάποιος να έρθει να μας βοηθήσει…

Αλλά δε φάνηκε κανείς.

Το βράδυ παρατηρώντας, είδαμε ότι όλα τα βουνά επάνω καίγονταν. Απόδειξη ότι εκεί είχαν πέσει όλες οι βόμβες.

Αγναντεύαμε στη θάλασσα τα Τουρκικά καράβια που κάνανε σήματα στον Άγιο Ιλαρίωνα. Γιατί ο Άγιος Ιλαρίων κρατείτο από Τούρκους. Ήταν η απαγορευμένη ζώνη που δεν τολμούσε κανείς Ελληνοκύπριος να πάει εκεί.

Άναβαν τρεις φορές ένα φανάρι, άλλες δύο, άλλες μία…

Εμείς όμως, στη σπηλιά εκεί που ήμασταν βλέπαμε τη θάλασσα. Ημασταν δίπλα ακριβώς από τη Θάλασσα. Και βλέπαμε όλα αυτά τα σήματα όλο το βράδυ. Άρα συνεννοούνταν. Δεν είναι τυχαίο ότι άναβαν άλλες δύο, άλλες τρεις. Και καταλάβαμε όλοι μας ότι κάτι συμβαίνει.

Και φοβόμασταν μη βγουν και κάνουν απόβαση και εκεί που ήμασταν.

Ξημέρωσε ο Θεός τη νύκτα…

Γιατί στην Κύπρο το καλοκαίρι στις 4.00 ήδη έχει ξημερώσει.

Ξημέρωσε η φρικτή Κυριακή 21 Ιουλίου.Τα Τούρκικα αεροπλάνα, πριν καλά καλά ξημερώσει άρχισαν να βομβαρδίζουν όλα τα βουνά της Κερύνειας.

Να έρχονται σμήνη… Να χτυπούνε…

Δε θέλαν την Κερύνεια κατεστραμένη γιατι δε χτυπούσαν, δε χτυπούσαν την πόλη της Κερύνειας. Καίγαν γύρω γύρω τα βουνά.

Και να λέμε: «Θεέ μου ποιοι σκοτωθήκαν τώρα;» 

Συνεχίζουμε να είμαστε σ’ αυτή τη σπηλιά. Να κλαίνε τα παιδιά, να ζητάνε νερό, να ζητάνε φαγητό, να μην έχουμε να ταΐσουμε τα παιδιά.

Ημασταν ανήμπορες, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα απολύτως. Ήταν ένας πόλεμος… Μα τόσο προδωμένος πόλεμος που τώρα που τα σκέφτομαι ήρεμα…

Θυμάμαι… ότι έτρεχε ο κόσμος στην Κερύνεια να κρυφτεί, γιατί νόμιζαν ότι θα βομβαρδιστεί η Κερύνεια. Η Κερύνεια, όμως, δεν βομβαρδίστηκε.Ούτε τα χωριά της Κερύνειας.

Επιμένω, η Κερύνεια άθικτη.

Στα βουνά πέφταν όλες οι βόμβες και στα στρατόπεδα.

Γιατί τα λέω όλα αυτά…;

Τελευταίως, βγήκε κάποιος απόστρατος συνταγματάρχης και είπε ότι ζήτησε να του δώσουν αυτοκίνητο από το 251ΤΠ…

Τ’ αυτοκίνητο να το βρούνε πού; Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Και το πιο τραγικό απ’ όλα είναι πως είπε ότι πήγε στο 251-κάποιοι άνθρωποι, πιστέψτε με, δεν ντρέπονται γι’ αυτά που λένε, θέλουν να πιστέψουνε πως είμαστε ζώα, πως δεν καταλαβαίναμε τίποτα.

Πήγε λέει στο στρατόπεδο στο 251 που εκεί γινότανε χαμός. Είχαν μαζευτεί όλοι οι έφεδροι. Και τόλμησε αυτός ο «κύριος» ο πρώην συνταγματάρχης να πει ότι ήταν όλοι με σαγιονάρες, με σορτς…

Μα έφεδροι ήταν, Από τα μπάνια τους μαζέψανε. Ηθελε να φοράνε στολές; Να τις βρούνε πού; Δεν βρήκε κάτι πιο σοβαρό να πει ο άνθρωπος αυτός; Ακόμα και στη μνήμη κάποιων που δώσαν τη ζωή τους ακόμη ρίχνουνε στάχτη,  βρωμιά;

Και να σας πω και κάτι; Αυτός ο «κύριος» που κατηγόρησε ότι είδε τους ανθρώπους με σορτς και σαγιονάρες δεν ήταν στην πρώτη γραμμή, κι ας βγει να με διαψεύσει. Ήταν στη σπηλιά μαζί μας. Και του λέει κάποια Ελληνοκύπρια μάνα με τρία παιδιά που ήταν στη σπηλιά μαζί μας «κύριε, εσείς τι θέλετε μαζί μας;», «βγείτε να πολεμήσετε!». Ήταν μ’ εμάς!

Και βγήκε κα έριξε τόση λάσπη για κάποιους που τρέχαν να πολεμήσουνε έστω και με σαγιονάρες; Έστω και με σορτς; Τους κάλεσε η πατρίδα τους κι έτρεξαν. Αυτοι ήτανε στο 251. Και είναι ντροπή να συνεχίζει να λέει πράγματα που ούτε καν τα ήξερε. Κι αν πήγε για μία στιγμή στο 251 και είδε ότι ισχυρίζεται πως είδε, έπρεπε να τρέξει αυτός να πάει πιο μπροστά και να δείξει ότι ξέρει να πολεμά. Όχι κατόπιν εορτής να βγαίνουν και να ρίχνουν λάσπες.

Έτρεξαν εκείνα τα παλικάρια με σαγιονάρες, ξυπόλυτοι μ’ένα φανελάκι… Είδα ανθρώπους που τρέχανε αυθόρμητα να παρουσιαστούν και παρουσιάζονταν στο 251. Λοιπόν, είναι το Τάγμα που κράτησε την  Κερύνεια. Ο εν λόγω κύριος πού ήτανε; Στο Μπέλα-Παΐς με το δαχτυλάκι τραυματισμένο.Στο δακτυλάκι είχε κτυπήσει.

Γιατί όταν κάποιοι τον ρώτησαν «Γιατί δεν είστε κάπου να πολεμήσετε και είστε εδώ;». Και έδειξε το δακτυλάκι του το ένα δεμένο, ότι τραυματίστηκε. Έτσι περιμέναμε να νικήσουμε;

Αλλά λίγοι ήταν αυτοί που κράτησαν Θερμοπύλες, αυτοί που θυσιάστηκαν, αυτοί που είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενοι αιχμάλωτοι, αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους και πότισαν τη γη της Κύπρου με το αίμα τους…

Κυριακή βράδυ, ειδοποίησε ο Παύλος ο Κουρούπης ο σύζυγός μου να φύγουμε για Λευκωσία. Εγώ όμως δεν τόλμησα να φύγω, γιατί φοβόμουν. Και ζήτησα να τον δω για ν’ ακούσω από τον ίδιο αν έπρεπε να πάρω το παιδί και να φύγω.

Πράγματι με πήγανε στον Άγιο Γεώργιο. Εκεί σε μία βενζίνη βρήκα τον άνδρα μου με δυο-τρεις στρατιώτες. Τίποτε άλλο δεν είχε. Ήταν αισιόδοξος και μου είπε:

-ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΗΣ(ΠΚ): Φύγε για Λευκωσία,  κι αύριο θα γυρίσετε.

-ΜΑΙΡΗ ΚΟΥΡΟΥΠΗ(ΜΚ): Μα δεν έχω ρούχα, δεν έχω τίποτα ούτε για μένα, ούτε για το παιδί

-ΠΚ: Όχι, δε θα πας στο σπίτι. Θα φύγεις κατευθείαν για τη Λευκωσία.

Μίλησα μαζί του.Τον είδα. Βέβαια το πώς τον είδα δεν περιγράφεται.

Απογοητευμένο, προδωμένο, εγκαταλελειμμένο…

Όλοι είχαν χαθεί…Και όταν λέω «όλοι είχαν χαθεί»… Αυτοί που ήταν στη Λευκωσία και δίναν μόνο διαταγές. Το τομάρι τους το προσέχαν…

Όταν έφτασα το βράδυ της Κυριακής 21 Ιουλίου είδα μια νεκρή πόλη-που η Λευκωσία πάντα είχε ζωή.Ούτε αυτοκίνητο δεν ακουγόταν.

Πήγα σε μια φίλη μου-με περίμεναν.

Και ξημέρωσε Δευτέρα…

Δευτέρα πρωΐ, 22 Ιουλίου, μας τηλεφώνησε ο άνδρας μου ο Παύλος ο Κουρούπης, και είπε:

-ΠΚ: Είμαι καλά.

Δευτέρα μεσημέρι, γίνεται μία μάχη στο χωριό Τέμπλος που ήταν Τούρκικο χωριό. Τους κτυπούσαν από το τζαμί. Μπήκαν σε μία χαράδρα. Μέσα σ’ αυτή τη χαράδρα βρήκανε και το Νίκο τον Κατούντα τον τότε Λοχαγό.

Γίνεται μία πολύ μεγάλη μάχη στο Τέμπλος. Ένας στρατιώτης κρύφθηκε πάνω σ’ ένα δένδρο, μια ελιά πάρα πολύ πυκνή. Εκεί στην ελιά κάθησε μέχρι το βράδυ. Το βράδυ κατέβηκε και έφυγε προς Μπέλα-Παΐς. Ευτυχώς, σώθηκε και διηγήθηκε τον πόλεμο, τη μάχη που έγινε στο Τέμπλος.

«Είδα τον Διοικητή μου τον Παύλο τον Κουρούπη να τραυματίζεται στον αριστερό του ώμο», είπε. Και αυτή ήταν η αλήθεια διότι το βράδυ ο άνδρας μου, κατέβηκε στην Κερύνεια και κατόρθωσε και πήγε στο σπίτι του αείμνηστου Τσεριώτη.

Την άλλη μέρα τηλεφώνησε στον κ.Τσεριώτη για να του ζητήσει βοήθεια.

Ο κ.Τσεριώτης εκείνη τη στιγμή δεν ήταν στο γραφείο του και μίλησε ο Παύλος ο Κουρούπης με την ιδιαιτέρα του, με τη κα. Καίτη και της είπε:

-ΠΚ:Είμαι ο Παύλος ο Κουρούπης, είμαι στο σπίτι του κ.Τσεριώτη σας παρακαλώ βοηθείστε με.

Οταν γύρισε ο κ.Τσεριώτης πήρε αμέσως τηλέφωνο στο σπίτι του στην Κερύνεια. Ο άνδρας μου δεν σήκωσε το τηλέφωνο, γιατί φοβήθηκε. Και πήρε πάλι μόνος του το γραφείο του κ.Τσεριώτη. Και πράγματι βρήκε τον κ.Τσεριώτη και του ζήτησε βοήθεια.

Την κα Τσεριώτη,την ειδοποίησε ο άνδρας της και πήγε αμέσως στο Γ.Ε.Ε.Φ.

Βέβαια, από τα ανθρωπάκια του ΓΕΕΦ (Κοκοράκηδες, Παπαδάκηδες και όλοι αυτοί) δεν νοιάστηκε κανείς.

Εγώ, βέβαια, πήγαινα στην Ελληνική πρεσβεία, (γιατί με είχε ενημερώσει η κα Τσεριώτη), αλλά, στρατιωτικό ακόλουθο δεν είδα ποτέ.

Ο καθένας κοίταζε να σώσει την οικογένειά του. Και, ίσως, καλά έκανε.

Δε νοιάστηκαν… Είχαν πληροφορηθεί ότι ο Παυλός ο Κουρούπης βρίσκεται σ’ ένα σπίτι. Και μάλιστα ο αείμνηστος ο κ.Τσεριώτης, του είπε «υπάρχει μία βάρκα απ’ έξω, παρ’ την και φύγε».

Και ο Κουρούπης του είπε «δεν μπορώ, είναι τα Τούρκικα καράβια». Αυτά τα ‘χει καταθέσει και είναι γραμμένα. Γι’ αυτό θα παρακαλούσα πολύ να μη βγαίνουν κάποιοι ανεύθυνοι να λένε λόγια πολλά. Γιατί έχω ακούσει τριανταπέντε χρόνια όλες τις ιστορίες που μπορείτε να φανταστείτε.

Ξέρω ότι προδωθήκαμε… Ξέρω ότι μας εγκατέλειψαν…

Ξέρω ακόμη ότι, υπάρχουν κάποιοι ανθρωποι στην Κύπρο που ευτυχώς μετριούνται-άντε να μην πω υπερβολές στα δυό μας χέρια-που είναι εναντίον και βρίζουν και κατηγορούν τους Έλληνες Αξιωματικούς ότι δεν πολέμησαν.

Το να είναι χαμένοι-μόνον αυτό θα πω-αποδεικνύει ότι πολεμήσαν.

Γι αυτό, καλά θα κάνουν αυτά τα ανθρωπάκια-γιατί πρόκειται για ανθρωπάκια-να παν’ να ανάψουν μια λαμπάδα στην Παναγιά να την ευχαριστήσουν που ζούνε και είναι κοντά στα παιδιά τους και την οικογένειά τους.

Γιατί υπάρχουν 1600 αγνοούμενοι και πολλοί περισσότεροι νεκροί που πόνεσαν και έκλεισαν, πάρα - μα πάρα πολλά σπίτια.

Δε θέλω να ονομάσω αυτούς που βρίζουν τους Έλληνες Αξιωματικούς, αλλά στάθηκαν στο ύψος τους. Πολέμησαν, γιατί ήταν πατριώτες. Γιατί έμαθαν να πολεμούν. Γι αυτό, ανθρωπάκια μικρά, μην κυκλοφορείτε, γιατί εσείς δεν πολεμήσατε.

Εσείς εγκαταλείψατε· εσείς, την Πατρίδα σας και φύγατε. Οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι που είναι χαμένοι, πολέμησαν.

Την Κυριακή 21 Ιουλίου, είχα πληροφορηθεί, ότι ο πρώτος Ελλαδίτης Αξιωματικός που σκοτώθηκε ήταν ο Γιώργος ο Κατσάνης της μοίρας καταδρομών.

Αμέσως σκέφτηκα τη γυναίκα του που είχε δύο μωρά. Και βγαίνουν έξυπνοι αυτοί που δεν έχουν ήθος; Γιατί αν είχαν ήθος δε θα τα λέγαν αυτά. Αν σέβονταν τον εαυτο τους δε θα τα λέγανε.

Όταν κάποτε κάποιος συμμαθητής του Παύλου του Κουρούπη ρώτησε «Πώς και στέλνετε τον Κουρούπη στην Κύπρο, αφού δεν είναι δικός σας;» Ελαβε την εξής απάντηση από τα «ανώτερα κλιμάκια»: «θα μας χρειαστεί».

Θα σέβονταν αυτούς που θυσιάστηκαν, αυτούς που πολέμησαν, αυτούς που πίστεψαν ότι δεν ήταν προδωμένοι, γι’ αυτό και πολέμησαν. Αλλιώς, θα ‘πρεπε να φύγουν κι αυτοί. Αλλά πίστευαν ότι πολεμούσαν τίμια.

Ναι. Όμως, δεν πολέμησαν τίμια. Τους είχαν καταδικασμένους.

 

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 138 guests και κανένα μέλος