ronta-elΒάσκανη μοίρα!
Με τι φαρμάκι τονε μύρωσες;
Κι αντίς απάγγιο σε λιμάνι, του έγραψες τ’ αγριοβόρι στα στερνά.
Και στην καρδιά μιά χαρακιά, ν’ ανοίγει κάθε μέρα πιό βαθειά, θαρρείς γιά να τον καταπιεί.
Πώς σβήσαν όλα;
Πως έγιναν σκιές αποσπερνές, θύμησες στ’ αχανές το χθές του το θολό; Τι γράφει εδώ; Δεν ξεδιαλύνει καθαρά, χωθήκανε τα τωρινά μέσ’ στα παλιά, δεν έχουν πιά φωνή τα περασμένα, όλα γενήκανε φωτιά τα πρωτινά, κάρβουνα κείνα που θωρούσε αντρειωμένα, να τρεμοσβύνουν τώρα ισχνά κι ανήμπορα στην παγωνιά να τον ζεστάνουν.
Φωνές και γέλια σαν σκηνές του σινεμά κι εκείνος στη ζωή του θεατής, ανήμπορος κριτής το νόημα να βγάλει, μέσα σε παραζάλη ασκητής, σε νύχτες δικασμένος να προβάλλει αφανής κι αλλοφερμένος ν’ αμφιβάλλει.
Ποιό είναι λάθος; και ποιό ‘ναι το σωστό; Ποιό είν’ αυτό που θα σημάνει τη στιγμή του τη μεγάλη,  τον δικιωμό να βγάλει απ’ την ύβρη και τη σκοτεινιά;
Κινήσεις καθημερινές, λες κι είναι άλλος που τις κάνει, μόνες οι αστραπές, όλο και πιό αριές να του θυμίζουν έναν άλλο ουρανό, μιάν άλλη γη με χρώματα κι ανάσες κι έναν αφέντη ήλιο δυνατό που φόραγε το δειλινό και τη νυχτιά μόνο γιά κέφι.
Που να μιλήσει; Τι να πει; Μόνο σιωπή, μιά φλύαρη σιωπή να ξεκουφαίνει, μόνη να υφαίνει την πληγή με παγωνιά, μόνη να δένει κάθε άτολμη χαρά, μόνη να διαφεντεύει.
Κι ήρθ’ ένας φίλος. Ένας φάρος φωτεινός, καταμεσίς τ’ ανταριασμένου του πελάγου. Δεν έκρινε, δεν δίκασε, δεν έγινε μαχαίρι στην πληγή, μόνη καταλαγή στους κεραυνούς, σε μαυρισμένους ουρανούς στερέωμα ψυχής κι αστέρι, ζεστό το χέρι απ’ τα βάθη της καρδιάς.

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 134 guests και κανένα μέλος