Τώρα κάθε τεκές θα βάλει στο σαλονάκι τη φωτογραφία σου εικόνισμα κι από κάτω της άσβεστο θα καίει θυμιατό με χόρτο ευγενές και μυρωδάτο.
Και να δεις, μου τό ‘λεγε ένας γεροντόμαγκας Πειραιώτης, αλλά δεν τονε πίστευα.
― Το παιδί φουμάρει, γράψτο που στο λέω, θα με θυμηθείς.

Έμαθα πως είσαι μάγκας, είσαι και μερακλής, ρε Γίώργαρε, που έλεγε κι εκείνο το ντερβισόπαιδο ο Χρηστάκης. Ο Γιαραμπής να σχωρνάει τ’ αποθαμένα σου μωρ’ αδερφάκι μου. Του λοιπού όλοι οι μερακλήδες θα «πίνουμε» στ’ όνομά σου ρε μόρτη. Ξηγήθηκες μεραγκλαντάν και σενιάρισες μιά μεγάλη αδικία της κακούργας της κενωνίας. Λεύτερη η φούντα μαγκίτες μου, κανένα αλάνι δεν θα μένει πιά χαρμάνι, το λέει και το φιρμάνι.
Και τό ‘δα τ’ όνειρο το σημαδιακό· περνούσα λέει έξω από το Γεντί Κουλέ και μοσχομύριζε τ’ αγέρι σαν να λιβανίζανε χίλιοι λουλάδες με μυρωδάτο βοτάνι της Ανατολής κι ήτανε λέει δάσος τριγύρω τα τρίφυλλα και τα ποτίζανε χωροφυλάκοι, ψυχή μου νά ‘το τ’ όνειρο, βγήκε, βγήκε!
Νομοταγείς αγρότες θά ‘μαστε στο εξής όλοι οι θεριακλήδες. Παραγωγοί φούντας, προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως όπως μπάνισα και θάμασα σε μιά λαϊκή αγορά βιολογικών προϊόντων στο μακρινό Άμστερνταμ: Δε μπεστ οφ Ρέθυμνο, δε μπεστ οφ Πύργος, δε μπεστ οφ Καλαμάτα, μοσχοπουλούσαν τις δικές μας σοδειές οι ξανθομπάμπουρες οι Ολλανδοί. Αυτή είναι κενωνία, όχι η δική μας η μιξοπάρθενη σουρουκλεμέ.
Πάνε τώρα αυτά που ξέραμε. Καλλιεργητές διά ιδίαν χρήσιν, θα γραφτούμε και στα τεφτέρια του Ο.Γ.Α., θα τσεπώνουμε κι επιδοτήσεις κι αποζημιώσεις γιατ’ είναι ευαίσθητον λέλουδον το τρίφυλλον.
Σακουλεβού;
Είσαι ο πατέρας όλων των μερακλήδων ρε Γιώργη, αρχοντόμαγκα παινεμένε. Το ψυχανεμίστηκες δηλαδής αυτό που λέει και η ρεκλάμα, ότι γουστάρουμε στοργή και προδέρμ και μας ξηγήθηκες αρκαντάν και κιμπάρικα. Για σα ρε μόρτη, για πάρτη σου θα ψηφίζουμε φτιαγμένοι κι ευτυχισμένοι, όλοι ΠΑ.ΣΟ.Κ. μέχρι να μας γνέψει ο Χάρος. Τη σακουλεύτηκες ρε μαγκίτη την παραπονιάρα τη μαστούρα κι εγώ που σ’ έκοβα για φλώρο και γιασεμή, με το μπαρδόν, λάθος μωρ’ αδερφάκι μου, είσαι παιδί τζιμάνι, τσίφτης και καραμπουζουκλής.

Είσαι και ξουράφι στην ψυχολογία, προφεσόρος τρανός. Την ανθίστηκες ότι μπαϊλντισε στα ζόρια ο κοσμάκης και νταλκάδιασε απ’ τον καρασεβντά της μπατιριάς και σκέφτηκες να γλυκάνεις λιγουλάκι τη μίζερη τη ζήση μας με το βοτάνι της χαράς. Ίσα ρε λεβεντόπαιδο και μη χαμπαριάζεις από τις τζιριτζάντζουλες που σου τσαμπουνάνε οι γεροντοκόρες οι φυλλάδες.
Προχώρα εσύ ασίκη μας κι εμείς θα ντουμανιάσουμε με μαυράκι και ξανθό αρωματικό όλο τον ντουνιά. Τώρα θα γενεί σουξέ κι εκείνο το άσμα του διώκτη μας του Μεταξά «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;». Τώρα κάθε τεκές θα βάλει στο σαλονάκι τη φωτογραφία σου εικόνισμα κι από κάτω της άσβεστο θα καίει θυμιατό με χόρτο ευγενές και μυρωδάτο. Άσε δηλαδής που κοντά σ’ εμάς θα σε κάνουν εικόνισμα και οι ζαχαροπλάστες γιατί θ’ ανέβει η ζήτηση στα σοροπιαστά τα μπινελίκια.
Και να δεις, μου τό ‘λεγε ένας γεροντόμαγκας Πειραιώτης, αλλά δεν τονε πίστευα.
― Το παιδί φουμάρει, γράψτο που στο λέω, θα με θυμηθείς.
― Ίσα ρε γέρο, εσύ είσαι που φουμάρεις κείνο το σκάρτο το αλβανικό και σε πειράζει.
― Ρε άκου που σου λέω εγώ. Φτιαγμένο είναι, δεν το μπανίζεις που βγαίνει στο γυαλί με μάτια γλαρά και μας τα μπενάβει σαν να τό ‘χουν πλανέψει ακρογιαλιές, δειλινά, που έλεγε κι ο Τσιτσάνης. Εσύ δηλαδής, άμα δεν φουμάρεις δυό-τρία τσιγαριλίκια, μπορείς ν’ αγκαλιάζεις και να φιλάς εκείνη τη δυσκοίλια μανταμίτσα, τη Μέρκελ; Την έχει ακούσει πολύ δυνατά ο δικός σου, άκου και τον παλιό, κάτι ξέρω...

Έτσι μου ξηγήθηκε ο σοφός γεροντόμαγκας από το Χατζηκυριάκειο κι επειδής τονε σεβόμαστε στην πιάτσα δεν θα σχολιάσω τη γνώμη του. Άλλωστε συμπαθάτε με, πρέπει να νοικιάσω ένα τρακτέρ για να οργώσω κείνο το παλιοχώραφο του παππού, να  βάλω αυτόματο πότισμα, να πεταχτώ και μέχρι τον Πύργο να βρώ καλά φυτά, σας αφήνω τώρα, έχω δουλειές με φούντες.
Γειά χαραντάν και στα κουκιά μπαγλάν.

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 47 guests και κανένα μέλος