Τελικά πέρασα και από αυτό. Στα παιδικά μου χρόνια, στη γειτονιά είχαμε οργανώσει παραστάσεις καραγκιόζη και μάλιστα με εισιτήριο. Η παράσταση είχε και το όνομα της οι· «φίλοι των Σκιών»...

Θέατρο  «Οι  φίλοι των Σκιών»

 

Σαν όνειρο μου φαίνεται / αυτή η εποχή. / Τα χρόνια  τα παιδιάστικα / και οι τόσες αναμνήσεις/ 

(ο Καραγκιόζης: Σουγιούλ. Σακελλάριος)

 

Τελικά πέρασα και από αυτό. Στα παιδικά μου χρόνια, στη γειτονιά είχαμε οργανώσει παραστάσεις καραγκιόζη και μάλιστα με εισιτήριο. Η παράσταση είχε και το όνομα της οι· «φίλοι των Σκιών». Οι φίλοι οργανωτές ήσαν, εγώ και ο Αγγελάκης, συχωρεμένος χρόνια τώρα και τρίτος, ο μικρός  ο Δημητράκης, που επεδείκνυε οσάκις του δινόταν η ευκαιρία, με μια παιδιάστικη υπερηφάνεια, το  πόδι του, με τα δυό κολλημένα δάκτυλα - “συνδακτυλία” όπως λέγεται επιστημονικά. Όλοι πρωταγωνιστές της αλάνας της γειτονιάς, άλλοτε κλωτσολογούσαμε το αυτοσχέδιο  πάνινο τόπι και άλλοτε καβαλικεύοντας ξυλοφτιαγμένα από εμάς πατίνια με ρουλεμάν, κυλούσαμε με θόρυβο στην κατηφόρα. Το σούρουπο, μαζευόμαστε στην αυλή μου.

Ένα σεντόνι στερεωμένο στους δύο απέναντι τοίχους και  με δυο τούβλα αντίβαρο για το τέντωμα στο κάτω μέρος. Και πίσω, τα χεράκια μας - σφιχτά να διαφεντεύουν τις ξύλινες λαβές με τους χειροποίητους μεντεσέδες, - κρατούσαν και στριφογύριζαν τις φιγούρες, κολλημένες στο φωτισμένο πανί. Την ίδια στιγμή, ο παιδικός θεατρικός λόγος, έβγαινε αλλοιωμένος, ανάλογα με το υποδυόμενο πρόσωπο. Εγώ σαν πιο μεγάλος, είχα την πρωτοκαθεδρία και έκανα τη φωνή του Καραγκιόζη. Μαζί και τα τσαλίμια στις κινήσεις και τα σκαμπανεβάσματα στη φωνή και τις πονηρές σε υπονοούμενα βρωμοκουβέντες, όπως «γιατί Κολλητήρι ο ουρανός είναι αρσενικού γένους και η γή θηλυκού» και άλλα παρόμοια χαζά που προκαλούσαν το αυθόρμητο γέλιο και χειροκρότημα.

Όλα τα είχα αντιγράψει, από τη μαθητεία μου στο πασαλιμανιώτικο θεατράκι του Χαρίδημου, όπου κατέθετα το μικρό μου χαρτζηλίκι και όπου κάθε βράδυ, μαζευόταν όλο το άνθος, ή μάλλον ο ανθός της πειραικής νεολαίας.

Όλα τα αναγκαία λειτουργικά θεατρικά εξαρτήματα,  ήσαν  φτιαγμένα από τα παιδικά χέρια και σχεδιασμένα από ένα άδολο μυαλό. Σήμερα και εκ των υστέρων, φαντάζουν να είναι άξια νοσταλγικής ανάμνησης και θαυμασμού.

Κατ΄ αρχήν μαζεύαμε “κούτες” από γάλα. Το χάρτινο υλικό τους ήταν σκληρό και προσφερόταν για την επεξεργασία. Καλύτερο βέβαια ήταν, το κόντρα πλακέ με την τέχνη της ξυλογλυπτικής. Αλλά αυτό ήταν δαπανηρό. Διαλύαμε λοιπόν τις κούτες και τις απλώναμε στην αυλή. Άρχιζε τότε η καλλιτεχνία. Ζωγραφίζαμε τις φιγούρες, οριοθετούσαμε κορμούς σωμάτων, χέρια, πόδια και παράγκες. Δίναμε στις μορφές το περίγραμμα τους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, σαν την καμπούρα στον Καραγκιόζη, την μύτη στον Μορφονιό, τον αρθρωτό λαιμό στον Χαχαμίκο ή Εβραίο και το μακρύ χέρι σε Καραγκιόζη και Σταύρακα.

Για τους άλλους τους λοιπούς, το πράγμα κυλούσε πιο εύκολα, γιατί το σώμα κουνιόνταν σε δυο τμήματα.Τα πόδια ολονών αιωρούνταν και ήταν η δεξιοτεχνία του Καραγκιοζοπαίχτη, να τα κάνει να διπλώνονται ή να βροντοκοπούν απειλητικά, σαν του Βεληγκέκα ή του Μπαρμπαγιώργο. Αυτό όμως δεν προϋπόθεται καμιά κατασκευαστική ιδιαιτερότητα, αλλά την ικανότητα του χειριστή.

Τώρα, ερχόταν η ώρα της θυριδωτής απεικόνισης.

Τότε, δηλαδή τα χρόνια εκείνα, η σκιά ήταν σκιά και δεν ήταν χρώμα. Αυτά ήρθαν αργότερα με τον πολιτισμό και την κατανάλωση, που στην πραγματικότητα οδήγησαν στην αλλοίωση του ονείρου. Γιατί το θέατρο σκιών, είναι το όνειρο, είναι η νοσταλγία, είναι η αδέσμευτη παιδική φαντασίωση που απλώνεται σε ένα άλλο κόσμο που δεν έχει όρια, στον κόσμο που δεν έχει τις αλυσίδες του χρόνου.

Το φώς λοιπόν, δίνει στη φιγούρα το γενικό περίγραμμα. Δεν δίνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Γι΄ αυτό απαραίτητο ήταν να τρυπηθούν τα μάτια, για να αφήσουν σαν πραγματικές κόρες, το λιγοστό αλλά αρκετό φώς να τα διαπεράσει και να εγγίσει τις παιδικές - και όχι μόνο - ψυχές και η φουστανέλα να χαραχθεί στις πτυχές της, για να φανεί η ομορφιά της και ούτω καθεξής.

Έτσι λοιπόν, ερχόταν η σειρά της κατασκευής του “κοπιδιού’’, του ειδικού εργαλείου που θα έκοβε το χαρτόνι. Ένα «μακρύ καρφί» και το «Τράμ» της γραμμής, που περνώντας απρόσεκτα πατούσε, την επιμελώς τοποθετημένη  άκρη του καρφιού και την συνέθλιβε επάνω στην ατσάλινη ράγα στο πέρασμα του, ήταν ο εξοπλισμός μας.  Αυτή τη στιγμή, οι ιαχές θριάμβου και ικανοποίησης της “συμμορίας”, έκαναν τους περαστικούς να ξαφνιάζονται.

Το καυτό από τη σύνθλιψη καρφί, οδηγείτο στο αδηφάγο  πήγαινέλα τρίψιμο της λίμας κι έδινε την κοφτερή του όψη.

Με αυτό το αυτοσχέδιο εργαλείο, κόβονταν στο χαρτόνι οι τρύπες και οι αυλακωτές θυρίδες, που ζωντάνευαν στο πανί, τη φουντωτή φουστανέλα του Μπαρμπαγιώργου.

Το σούρουπο ερχόταν η αποθέωση. Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς, μαζευόνταν στη αυλή και θρονιαζόταν με ανυπομονησία στα σκαμνάκια που ήταν βαλμένα στη σειρά. Στην είσοδο κόβονταν τα εισιτήρια, γραμμένα στην “Έρρικα”, μια πανάρχαιη γραφομηχανή, που διασώζεται ακόμα και που έχει ταξινομημένο ανάποδα, το αλφάβητο.

Εισιτήρια κόβονταν. Αλλά κανείς δεν πλήρωνε. Η ηδονή του εισιτηρίου στην επιχείρηση πάντως υπήρχε. Ευτυχώς που στο τέλος, ερχόταν και ο κυρ Μίμης, ξύπνιος καλοκάγαθος Κορίνθιος, φίλος και αντάμα δεύτερος πατέρας της οικογένειας - αφού με τη γυναίκα του την Ακριβή είχαν βαφτίσει την αδελφούλα μου τη Μαρία - και απαιτούσε να δεί την παράσταση απο την αρχή της, πίνοντας και το κρασάκι του.

Εμείς τρίβαμε από χαρά τα χέρια μας, γιατί βλέπαμε το γερό χαρτζηλίκι που θα ερχότανε. Και βάζαμε τα δυνατά μας. Τώρα δουλεύαμε για την χορηγία. Προηγουμένως είχαμε δουλέψει για την δόξα και την καταξίωση.     

Για μένα ο Καραγκιόζης έγραψε και μια άλλη σελίδα στη ζωή μου. Με βοήθησε να προχωρήσω, από το συλλάβισμα της ανάγνωσης, στη φυσιολογική ροή του λόγου. Ο Αριστοφανικός παρονομαστής των κειμένων, με το χαμηλής ποιότητας λεξιλόγιο, ασφαλώς αποτέλεσε πόλο έλξης για ένα συνεχιζόμενο διάβασμα. 

Καμιά φορά, σκέφτομαι αναπολώντας νοσταλγικά, μέσα σε ποιούς συμβιβασμούς μεγάλωνε αυτή η νεολαία.

Όντως βιώναμε μια λαική ταπεινή ζωή, με απλές χαρές, περιορισμένα απλησίαστα ιδανικά και μικρό οικογενειακό μεροκάματο, που σκεπαζόταν όμως από μια ακαταλαβίστικη υπερηφάνεια.

Ακαταλαβίστικη βέβαια για εμάς, για εμάς τους ανθρώπους τους σημερινούς, τους ανθρώπους της κατανάλωσης, τους ανθρώπους του τίποτα.      

 

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 170 guests και κανένα μέλος