Ακόμα και το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου μοιάζει Αντίσταση στην Κατοχή μας. Κι ας γίνει έστω βαρετά και στανικά: «Έλα μωρέ, για τα παιδιά, για το καλό. Αλλιώς, ποιός έχει κέφια»;
 
Κανείς, ίσως, απ’ τους πολλούς. Έχετε, όμως, δει ενήλικο να στολίζει μαζί με τα παιδιά του το χριστουγεννιάτικο δέντρο; Γίνεται πιό παιδί κι απ’ τα παιδιά: «Όχι, μη την βάζεις εκεί την κόκκινη μπαλίτσα, δεν πάει».
 
Χριστούγεννα με το στανιό; Ναι, έστω κι έτσι. Σαν τα φτωχοκόριτσα της δεκαετίας του ’50, που γνώριζαν άπειρους τρόπους να κάνουν ένα τριμμένο φουστανάκι και μιά κορδέλα απ’ το ψιλικατζίδικο, να δείχνουν μαγικά κι αστραφτερά.
 
Αμέτρητοι είναι κι οι τρόποι να ξεπροβάλει τ’ ΟΧΙ απ’ το χώμα, ν’ αντρειέψει, να σταθεί και να καρπίσει. Οι πιό τρανοί της Λευτεριάς αγώνες ξεκίνησαν μ’ ένα απλό «έ όχι, δεν μου ταιριάζει αυτό, δεν το αντέχω». Έτσι απλά.
 
Πριν 2015 χρόνια, μόνο οι προφήτες γνώριζαν ότι ένα νεογέννητο σε φάτνη ζώων παιδί, θα έφτανε να …«ρίχνει και συντρίβει και κυλά στην άβυσσο τους θρόνους των τυράννων», όπως μας το αφηγείται ο Ιωάννης Πολέμης στο εμπνευσμένο «Κρυφό Σχολειό» του. Άρκεσε ένα θεόπνευστο «όστις βούλεται οπίσω μου ελθείν».
Στανικά γράφω κι εγώ, μα λες κι είναι χριστουγεννιάτικες μπαλίτσες οι λέξεις μέσα στο κουτί με τα στολίδια, μιά-μιά να με καλούν να τις διαλέξω και να τις συνταιριάξω στο προαιώνιο, Θεόρατο του Λόγου δέντρο …«εν αρχή ην ο Λόγος».
 
Βέβαια, λένε κάποιοι «πεφωτισμένοι» μωροί, από δαύτους που μένουν απαθείς στο θαύμα του γέλιου ενός μωρού παιδιού, λένε πως όλα ξεκίνησαν μ’ ένα μεγάλο «μπουμ», απείρως μεγαλύτερο απ’ τα μικρά τα «μπουμ» π’ ακούγονται συχνά μέσ’ στο κρανίο τέτοιων «σοφών» και μεγεθύνεται ο κρότος στο ηχείο της κούφιας κρανιακής τους κοιλότητας. Είναι αυτοί πιο σοφοί από τον Ευκλείδη, που ανεφώνησε «αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί».
 
Προβληματικά και τα φωτάκια π’ αναβοσβύνουν στο δέντρο, κάηκε φέτος μιά σειρά. Κινέζικα, τί περιμένεις;
Κείνο το γιασεμί, έξω απ’ το γκαράζ, γιατί δεν λέει να σταματήσει τη γιορτή του; Κείνο το γιασεμί, που ντροπιάζει την πίστη μου τη λιγοστή, κείνο τ’ ολάνθιστο το γιασεμί, το πεισματάρικο. Να κατεβαίνω κάθε πρωί για να «ζεστάνω» τ’ αμάξι και να λογαριάζω πριν τ’ αντικρίσω: «Να, σήμερα δεν μπορεί νά ‘χει αντέξει, λυσσομανούσε όλη νύχτα ο βοριάς, δεν θά ‘χει μείνει ούτ’ ένα γιασεμάκι».
 
Κι εκείνο εκεί, να μου γελά, σαν να με κοροϊδεύει για την πίστη μου τη λιγοστή, ολάνθιστο κι ευωδιαστό. Να βρέχει καρέκλες δυό μερόνυχτα κι εκείνο πάλι εκεί, να με καλημερίζει ολοστόλιστο: «Καλημέρα λιγόπιστε».
«Αν είχατε πίστη ίση μ’ έναν κόκκο σινάπεως, θα μπορούσατε να κινήσετε βουνά», είπε Εκείνος. Δεν έχουμε ούτε τόση και γι’ αυτό τραβάμε όσα τραβάμε.
 
Κλειστά, τυφλά τα μάτια της ψυχής μας, να σκιαζόμαστε από ανθρωπάρια που μας κουνάνε το δάχτυλο. Και μέσα μας η Δύναμη, η μόνη ακατάλυτη Δύναμη, θαμμένη στα σκότη του λιγοστού πια νου μας και στης μικρότατης ψυχής μας τις τρομάρες, να φωνάζει σε ώτα κωφών: «Εγώ ειμί το Φως».
Δίχως μιά τουφεκιά για την τιμή των όπλων, ηττημένοι πλήρους υποταγής, από κοινούς, κοινότατους απατεώνες και ληστοσυμμορίτες, που τους βαφτίσαμε «θ-εσμούς» και τους προσκυνάμε και τους τρέμουμε, στη φάκα μέσα, ποντικάκια που κάποτε είδαν μόνο το τυρί και τώρα ζητιανεύουν στον δεσμοφύλακα γονατιστά: «έλα ρε μεγάλε, δώσε λίγο τυράκι ακόμα». Κι όμως, ένα gr-exitθα κόστιζε απείρως περισσότερα σ’ εκείνους απ’ ότι σ’ εμάς, γιατί θα έχαναν την κότα (όνομα και πράγμα) με τα χρυσά αυγά.
Και μιά που μιλάμε για …κότες, έχετε μήπως δει κότα να υπερασπίζεται τα κλωσσοπουλάκια της από επίθεση γερακιού; Εγώ έχω δει και δεν πίστευα στα μάτια μου. Κότα-νίντζα, το έτρεψε το γεράκι σε άτακτη φυγή. Εκ των πραγμάτων διαθέτουμε σήμερα, ως λαός, λιγότερη ψυχή από μιά κότα.
Θαμπωνόμαστε από σκουπίδια γυαλιστερά κι αδυνατούμε να διαβάσουμε τα σημάδια που επαληθεύουν πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελά. Το δικό Του σχέδιο υπηρετούν οι πάντες, ημέτεροι κι ενάντιοι, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι.
 
Άπειροι, ανυπολόγιστοι και συχνότατα αόρατοι οι τρόποι Του. Θ’ αναφέρω μόνον έναν, επειδή μού υπεδείχθη να τον προσέξω. Μπορείτε να γελάσετε, να ειρωνευθείτε, να καγχάσετε, δεν πειράζει. Παρατηρείστε τα νέα ζευγαράκια, των 18, των 20 ετών. Προσέξτε πως κρατιούνται σφιχτά χέρι-χέρι, σαν να φοβούνται μη χάσουν ο ένας τον άλλο μέσα στην απρόσωπη, συνθλίβουσα πολυκοσμία.
Τους βυθίσαμε τους νέους Έλληνες στην αμάθεια, στην παραπληροφόρηση, στις ψευδολατρείες και στον εκμαυλισμό κι ευτελισμό κάθε αληθινής αξίας. Κι όμως τώρα ανακαλύπτουν σιγά-σιγά τα τζοβαϊρια, κάτω απ’ τις κοπριές που σωριάζουμε εδώ και χρόνια. Από αυτούς τους νέους θ’ ανάψει η σπίθα κι η φωτιά κι εμείς θ’ ακολουθήσουμε. Τους το οφείλουμε, Τους το οφείλουν τ’ ανομήματά μας.
 
Όπως οφείλω κι εγώ, να κόψω και να φυλάξω λίγα γιασεμάκια από το χιώτικο το γιασεμί μου, έξω απ’ το γκαράζ. Το πείσμα του ταπείνωσε τη λιγοστή πίστη μου. Μου …πήρε το σκαλπ, τ’ ομολογώ.
 
Καλά Χριστούγεννα, αλλά θα σας ξαναευχηθώ, επειδή μ’ αρέσει πολύ.
 
 

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 228 guests και κανένα μέλος