Ο Λουκιανός γεννήθηκε το 125 μ.Χ. στη Συριακή πόλη Σαμόσατα. Από το έργο του “Ενύπνιον”, μαθαίνομε τον βίο του.

Εν συντομία, ο πατέρας ήταν λιθοξόος, δηλαδή πελεκούσε πέτρες και μάρμαρα, ήταν φτωχός, όπως ήταν αρχικά φτωχός και ο γιός. Ο Λουκιανός με την προτροπή τού πατέρα του, οδηγήθηκε να μάθει και αυτός το πελέκημα της πέτρας και της γλυπτικής, αλλά έκανε τόσες ζημιές που το αφεντικό του που ήταν και θείος του, συνέχεια τον ξυλοκοπούσε. Δεν άντεξε τελικά και τα παράτησε.

Πήγε στην Ιωνία. Σπούδασε ελληνική παιδεία και κάτοχος πια της ρητορικής, άρχισε να δικηγορεί στην Αντιόχεια.

Στα 25 του χρόνια πήγε στην Αθήνα, όπου εκεί τελειοποιήθηκε στην ελληνική γνώση.

Αρρώστησε από τα μάτια του. Πήγε στη Ρώμη για θεραπεία, σε ονομαστό της εποχής γιατρό. Εκεί γνωρίζει τον Πλατωνικό φιλόσοφο Νιγρίνο, πασίγνωστο για την ρητορική του τέχνη, αλλά και την ηθική του βίου του. Η φιλοσοφία όμως δεν τον κερδίζει.

Μετά τον βρίσκομε στη Γαλατία και στην Αίγυπτο. Εδώ ο Μάρκος Αυρήλιος, ο φιλόσοφος Ρωμαίος αυτοκράτορας, του έδωσε δημόσια υπεύθυνη θέση, με καλή αμοιβή.

Ξαναγύρισε στη Ρώμη. Τον αηδίασε η ακόλαστη κοινωνία της και έφυγε για την Αθήνα. «Οίος δε προς υμάς επαναλήλυθα» να, γύρισα πάλι κοντά σας, φώναξε φτάνοντας. Παντού έκανε διαλέξεις· αγόρευε και έγραφε. Για να μην πολυλογώ, έγραψε και τους “Διαλόγους”, για θεούς και ανθρώπους, για νεκρούς και ζωντανούς και για τις εταίρες, που αναφέρομε. Χωρίς να είναι κωμικός ή πλατωνικός, αλλά σχετικά σατυρικός άγγιξε τολμηρά το χώρο του κατεστημένου. Απεβίωσε σε ηλικία ογδόντα κα πλέον ετών, επί βασιλείας Κομμόδου.

Από τους διαλόγους βγαίνει το κυνικό συμπέρασμα, ότι τα πάντα, δύναμη πλούτη και άλλη δόξα ή νεότητα ακόμα και η σοφία, καταλήγουν εκεί όπου βασιλεύει η τέλεια ισότητα και όπου το κρανίο του πτωχού δεν διακρίνεται από το κρανίο του πλουσίου.

Στους “Εταιρικούς” διαλόγους, προσεγγίζει σκωπτικά εκείνο τον κόσμο της αγοράς, όπου η συναλλαγή διαπραγματεύεται τη σάρκα.

Στο απόσπασμα του εταιρικού λόγου που αναφέρομαι, η μητέρα Κρωβύλη προάγει ή αλλοιώτικα σπρώχνει την κόρη της, ασύστολα στο σαρκικό επάγγελμα.

Σε ελεύθερη μετάφραση μεταφέρω το διάλογο.

Η μητέρα: «Έίδες Κορίννα δεν ήταν και τόσο φοβερό· κοιμήθηκες με έναν όμορφο νέο και να, έγινες γυναίκα. Μάλιστα σου έδωσε και μια μνα (νόμισμα) με την οποία θα σου πάρω ένα ωραίο στολίδι». (Το γυναίκα γένεσθαι, εκ παρθένου μεμάθηκες ήδη…).

Η Κορίννα ενθουσιασμένη εν τη αφελεία της: «Θέλω ένα περιδέραιο με χάντρες κόκκινες σαν της Φαλαινίδος». (Παλιά στο επάγγελμα αυτή).

Η μητέρα (με στοργή και υπερηφάνεια): «Ναι κόρη μου γιατί όπως ξέρεις, άλλο μέσον δεν έχομε για να ζήσομε».

Η Κορίννα, ακόμη δεν έχει καταλάβει: «Και πώς θα γίνει αυτό μαμά; Ξεκαθάρισε τι θέλεις να μου πείς».

Η μητέρα: «Αρκεί να συναστρέφεσαι με νέους κάνοντας βέβαια κάποιες παραχωρήσεις. Να όπως η κόρη της Δάφνιδος, η Λύρα». Η Κορίννα εξανίσταται: «Μα αυτή είναι εταίρα». Τώρα η καλή μητέρα: «Και τι με αυτό; Αυτό δεν είναι κακό. Και συ θα έχεις πολλά στολίδια όταν κι εσύ σαν και αυτή, θα αποκτήσεις πολλούς εραστές, αλλά τότε και εμείς θα έχομε πολλά πλούτη». Η Κορίννα, η τέως παρθένος αλλά ακόμα άβγαλτη και πάντοτε υπάκουη στις μητρικές συμβουλές: «Και πώς θα τά καταφέρω όλα αυτά, μαμά»; Η στοργική μητέρα: «Να είσαι πάντα στολισμένη. Να μη χαχανίζεις στο τραπέζι και στο κρεβάτι να μην κάνεις σαν λυσσασμένη, ούτε να είσαι   κρύα».

«Και αν αυτοί είναι άσχημοι και γέροι, μαμά».

«Οι άσχημοι και η γέροι, κόρη μου, πληρώνουν περισσότερο, ενώ οι όμορφοι λιγότερο, γιατί νομίζουν πως σου κάνουν χάρη».

«Και μαμά, αν δεν έχουν να με πληρώσουν»;

«Τότε δεν θα σε αγγίζουν. Τους δίνεις μόνο ελπίδες. Να, σαν τις ελπίδες που δίνομε και εμείς σε αυτούς που χρωστάμε και δεν τους πληρώνομε».

Σε άλλον διάλογο, η ξεπεταγμένη εταίρα, το Κλωνάριον (σαν να λέμε το Λενάκι)ν συναντιέται με την εταίρα Λέαινα: «Βρε Λέαινα, τι είναι αυτά που άκουσα. Σε ερωτεύτηκε και εσένα η πλούσια Μέγιλλα από τη Λέσβο και μάλιστα κοιμάσαι μαζί της, και δεν ξέρω τι άλλο κάνετε εσείς οι δυό»;

«Αλήθεια είναι, Κλωνάριον, αλλά τι να σου πώ. Αυτή η γυναίκα η Μέγιλλα, μου συμπεριφέρεται σαν άνδρας. Με την Δημώνασσα την Κορινθία, άλλη πλουσία και αυτή, με κάλεσαν σπίτι τους να παίξω κιθάρα. Έπαιξα λοιπόν κιθάρα, φάγαμε ήπιαμε, γλεντήσαμε μεθύσαμε, ώσπου βράδιασε. “Πού θα φύγεις· είναι αργά τώρα”, μου είπανε. “Θα κοιμηθείς μαζί μας”. Στο κρεβάτι με βάλανε στη μέση. “Αρχίσανε να με φιλάνε και οι δυό μαζί. Στη αρχή στο στόμα, μετά στο στήθος, μετά να με χαϊδεύουν παντού. Και ξαφνικά η Μέγιλλα, τράβηξε τα ψεύτικα μαλλιά της και αποκάλυψε το κεφάλι της που ήταν ξυρισμένο. Όρθωσε το σώμα της και αναφώνησε: “Εγώ τώρα, είμαι ο Μέγιλλος”. Και εν τω άμα   μου όρμησε κραυγάζοντας «Είμαι ο Μέγιλλος ο άνδρας».

«Τι άνδρας Μέγιλλα» την ρώτησα. «Έχεις και αυτό που έχουν εκεί κάτω όλοι οι άνδρες»;

«Δεν το έχω αλλά και δεν το χρειάζομαι. Έγώ ο Μέγιλλος και χωρίς αυτό, είμαι ο καλύτερος στον έρωτα».

Και ξαναόρμησε επάνω μου. Και ήταν ο καλύτερος! Και εγώ την αγάπησα. Και “αυτός” με αγάπησε.

«Καλά λένε λοιπόν, πως στη Λέσβο υπάρχουν πολλές τέτοιες γυναίκες», λέει το Κλωνάριο και κλείνει τη συζήτηση.

Το θέμα πάλι είναι, πώς νοείται η αγάπη.

Θα κλείσω εδώ το άρθρο με τον διάλογο που κάνουν η Αμπελίδα και η Χρυσίδα. Η Αμπελίδα φιλοσοφεί: «Μπορεί να σε αγαπά ένας άνδρας που μήτε σε ζηλεύει, μήτε θυμώνει, ούτε σε δέρνει. Ούτε θυμωμένος σε άρπαξε ποτέ από τα μαλλιά, σου τα έκοψε και σου ξέσκισε τα καλά σου ρούχα»; Να λοιπόν τι είναι οι αποδείξεις του έρωτα. «Ουκούν ταύτα μόνα ερώντος δείγματα».

Τέλος με τα ανάλαφρα άρθρα. Από το επόμενο φύλλο έρχεται ο Επίκουρος. Οπλιστείτε και προετοιμαστείτε γιατί θα πρέπει να γίνει και συζήτηση.  

――――――

Βοηθήματα
1 Λουκιανού: “Εταιρικοί διάλογοι”, Εκδ. Γεωργιάδη
2) Λουκιανού: “Ενύπνιον”, Εκδ. Γεωργιάδη.

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 71 guests και κανένα μέλος