«Δεν ξέρεις,

Ποιός υποκρίνεται, και ποιός ειλικρινά λυπάται.

Εδώ τα χαμόγελα, γίνονται ξαφνικά λεπίδες».

(Από τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ)

 

Η προχθεσινή μέρα, με βρήκε να αναφωνώ σαν τον Μάκβεθ: «Τέτοια μέρα δεν έχω ξαναδεί. Η ασχήμια ήταν τόσο όμορφη!»

Και κατά τον Λαέρτη, τον πατέρα της Οφηλίας: «Η άνοιξη πεθαίνει από τα δηλητήριά της».

(Οθέλος)

Γρήγορα πήρα θάρρος όταν έννοιωσα τη Λαίδη Μάκβεθ να με παρηγορεί ψιθυριστά στ΄αυτί:  Ησύχασε «οι πληγές μας, / ξέρουν μόνες τους να κλείνουν. / Δεν χρειάζονται ούτε κάν την φροντίδα μας».

«Ναι» λέει και ο Ιάγος, «ποιά πληγή δεν θέλει το χρόνο της, για να γιάνει». (Οθέλος)

Και να το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ παρεμβαίνει: «Βιάζεσαι, δεν βούλιαξες ακόμα».

(Άμλετ)

Και όμως. Τα πράγματα άλλα προλέγουν.

Το μεσημέρι, η γυναίκα μου γυρνώντας από τη δουλειά της ήταν αμίλητη. Ξαφνικά ξέσπασε: «Ντρέπομαι που ανήκω στο ανθρώπινο είδος, ντρέπομαι για την κοινωνία που ανήκω».

Στο χώρο Υγείας που εργάζεται, είχε έρθει κάποιος για αλλαγή τραύματος.

- «Όλα καλά» του είπε ο γιατρός «αλλά να συνεχίσετε για τρείς μέρες ακόμη την αντιβίωση.  Το τραύμα ήταν πολύ βρώμικο».

- «Ξέρετε γιατρέ, δεν έχω πάρει καθόλου αντιβίωση. Εσείς μεν μου γράψατε στο βιβλιάριο  του ΟΓΑ το φάρμακο, όταν όμως πήγα στο φαρμακείο, η συμμετοχή αν και μικρή, για μένα ήταν πάνω από τις οικονομικές μου δυνατότητες».

Το βράδυ της ίδιας ημέρας, τινάχτηκα έξω στο παράθυρο μου, από το θόρυβο που έκαναν εκεί μακριά, κροτίδες και πυροτεχνήματα. Βγήκα και αντίκρισα στο βάθος τον ουρανό, να λαμπυρίζει χαρμόσυνος από φωτοβολίδες. «Κάποιοι γιορτάζουν, έχουν γιορτή» σκέφτηκα πικρόχολα, και αναθυμούμενος το πρωϊνό δράμα συμπλήρωσα: «ασφαλώς με έξοδα  από την περικοπή της σύνταξης κάποιων».

Δυο αντιπροσωπευτικά περιστατικά, που καταδείχνουν την αντιφατική κοινωνία στην οποία βιώνουμε. Ο ένας καλείται να σώσει την Ελλάδα και φορτώνεται όλο το βάρος της αυτοθυσίας. Του μιλούν για θυσίες για πατριωτικές κληρονομιές, για Θερμοπύλες  «τοις ‘κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Οι άλλοι περιχαρείς ορμούν να αποτελειώσουν τη λεία. «Άς χυμήξομε, πάλι, στη  λεία» αναφωνεί ο Άμλετ.

Για άλλη μια φορά τα συνθήματα πιάνουν  τόπο: «Γεννάτε παιδιά» έλεγαν οι χριστιανοί μεσαιωνικοί αφέντες. «Τα κανόνια μας έχουν ανάγκη από τροφή». «Γεννάτε παιδιά» έλεγε ο σουλτάνος. «Τα θέλω για γενιτσάρους».

Τώρα το μοτίβο άλλαξε. Ο Καιάδας της θυσίας ξαναστήθηκε.

Σε κάποιο πίνακα του ο Γκόγια, μέσα στην παράνοιά του γίνεται επικίνδυνα προφητικός. Ένας πλούσιος “γάιδαρος” χαμογελαστός εφιππεύει σεξουαλικά σε ένα φτωχό άνθρωπο. Σε  άλλο πίνακα του, οι πλούσιοι που έχουν ελεήσει  φτωχούς, δικαιωματικά εξαγοράζουν μια θέση  στον παράδεισο, ενώ οι φτωχοί, εκείνοι που σε όλοι τους την ζωή ταΐζονταν με τα περί “αυτοθυσίας ρήματα και παραδείγματα εκείνων’’, οι φτωχοί, που το βαλάντιο τους δεν έφτανε ποτέ  για κάποια αγαθοεργή φιλανθρωπία, σαν αντίτιμο πληρωμής μιας παραδεισένιας επουράνιας ζωής, εκλιπαρούν δυστυχείς, παρεπιδημούντες στα καζάνια της κόλασης.

Όλα τελικά εξαγοράζονται. Ακόμα και ο περιβόητος Μαρά ταυτίστηκε με τον Θείο Εσταυρωμένο, όταν τιμήθηκε δια της χειρός του ζωγράφου ομοϊδεάτη της τρομοκρατίας Δαβίδ από το πλήθος.

Το αμείλικτο ερώτημα που σου έρχεται στα χείλη, είναι:

«Αξίζει τελικά να ζείς ή να μην ζείς. Αυτή είναι η ερώτηση. / Τι συμφέρει τον άνθρωπο. Να πάσχει, να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές / από μια μοίρα που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος; / ή  να επαναστατεί, Να αντισταθεί /στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων;….

Ποιος προτιμά να ζεί ρημάζοντας μέσα στο χρόνο, / να τον αδικεί ο ισχυρός, να τον συντρίβει ο επηρμένος, να ερωτεύεται, να εκλιπαρεί τον αδιάφορο,/ να ανέχεται την ύβρι της εξουσίας, τη μεροληψία  του νόμου ./ Να νικά ο ανάξιος τον άξιο..

Και τα έργα τα μεγάλα που γεννήθηκες / που γι΄αυτά μοναχά γεννήθηκες και δεν τολμάς  να τα κάνεις πράξη, / Θρύβονται, χάνονται. /

Α! Τύχη αισχρή, αισχρή. Θεοί κάνετε σύνοδο. /

Χαλάστε την εξουσία της. Τσακίστε τον τροχό της../ Γκρεμίστε την από τον ουρανό στο βάραθρο, στα φαράγγια».

Όντως τελικά «κάτι σάπιο (υπήρχε και θα) υπάρχει στη  Δανιμαρκία».

Και αφού «ο κόσμος πέφτει και γκρεμίζεται / γιατί – θα – έπρεπε εγώ να γεννηθώ για  να τον στερειώσω» (Άμλετ)

«Λάμπε ήλιε μου, / υπέροχε μέχρι καθρέφτη  να αγοράσω να βλέπω τη σκιά μου».

(Ριχάρδος Γ΄)

«Μια αναπαράσταση του δικού μου παρελθόντος».  (Από τον Ριχάρδο Γ΄: Μαργαρίτα)

Ο Σαίξπηρ θεωρείται κορυφαίος θεατρικός - τραγικός συγγραφέας, κατηγορείται όμως και σαν φονικός, αφού σχεδόν κανένα απ’ τα συμμετέχοντα πρόσωπα στα έργα του δεν επιζούν. Ακόμη του προσάπτουν την κατηγορία του άκρατου επαγγελματισμού.

 

Προσωπικά δεν θέλω να αναδιφίζω τέτοια ερωτήματα. Το βέβαιο είναι ότι έβαλε την γραφή του στην αιωνιότητα και ανέβασε το πνεύμα του στο υψηλό στερέωμα της εποχής. Τα έργα του θα ειναι πάντοτε επίκαιρα και αλληγορικά.

––––––––––––––

Βοηθήματα

1) Σαίξπηρ: ’’Άμλετ’’ Εκδ. Κέδρος 1988

2) Σαίξπηρ:  ‘’Οθέλος’’ Εκδ. Κέδρος  2000

3) Σαίξπηρ : ‘’ Μάκβεθ’’ Εκδ. Κέδρος 1996

4) Σαίξπηρ;  ‘’Ριχάρδος Γ΄’’’ εκδ. Κέδρος 1999

5) G. Greer ‘’Σαίξπηρ’’ Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 229 guests και κανένα μέλος